- δερματοπώλης
- οαυτός που έχει ως επάγγελμα την πώληση δερμάτων, ο τομαράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δερματοπώλης — ο πωλητής δερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
βυρσοπώλης — βυρσοπώλης, ο (Α) δερματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + πώλης < πωλώ] … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
κωδάς — κωδᾱς, ᾱτος, ὁ (Α) [κώας] αυτός που πουλά δέρματα, δερματοπώλης … Dictionary of Greek
σκυτοπώλης — ὁ, Α πωλητής κατεργασμένων δερμάτων, δερματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + πώλης*] … Dictionary of Greek